- υδατόσφαιρα
- η, και υδατόσφαιρο, το, Ν(αθλ.) υδατοσφαίριση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + σφαίρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδατοσφαίριση — Βλ. λ. γουότερ πόλο. * * * η, Ν (αθλ.) ομαδικό άθλημα που διεξάγεται στο νερό από δύο ομάδες επτά κολυμβητών η καθεμιά, οι οποίοι προσπαθούν να ρίξουν τη σφαίρα στην εστία τής αντίπαλης ομάδας, κν. γουότερ πόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατόσφαιρα, μέσω… … Dictionary of Greek
υδατοσφαιριστής — ο, Ν παίκτης υδατοσφαίρισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατόσφαιρα + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
υδατόσφαιρο — το, Ν βλ. υδατόσφαιρα … Dictionary of Greek